- προσδιίστημι
- προσδι-ίστημι,A separate, dilate, widen further,
ἐπὶ μεῖζον πλάτος Antyll.
ap. Orib.6.10.14;τραύματα Sor.1.46
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπὶ μεῖζον πλάτος Antyll.
ap. Orib.6.10.14;τραύματα Sor.1.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσδιίστημι — Α διαχωρίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διίστημι «διαχωρίζω»] … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek